βαρυπνάς

βαρυπνάς
(-ου) 1. см. βάρυπνος;
2. (ο ) см. βραχνάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαρυπνάς" в других словарях:

  • βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Sleep paralysis — is paralysis associated with sleep that may occur in healthy persons or may be associated with narcolepsy, cataplexy, and hypnagogic hallucinations. The pathophysiology of this condition is closely related to the normal hypotonia that occurs… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»